15/2/2007
(Τα λόγια που είπα στην εκκλησία, εκφράζοντας την οπτική της οικογένειας μας γι' αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο)
Αποχαιρετώντας τη Μαίρη μας
Όταν σκέφτομαι τη Μαίρη μας, νοιώθω
το μεγαλείο μιας τρυφερής αγκαλιάς που χωρά τους πάντες, να μ’ αγγίζει στο πιο εσωτερικό μου Είναι.
Σκέφτομαι έναν άνθρωπο που αποτελούσε...
την
κεντρομόλο δύναμη μιας οικογένειας που η ίδια ομόρφυνε,
την προσωποποίηση της
Εστίας,
και πάνω απ’ όλα...
το
πρότυπο της προσφοράς που υπερβαίνει κάθε προσδοκία.
Έναν άνθρωπο που κατάφερνε να είναι για τους φίλους της,
οικογένεια και για την οικογένεια,
φίλος...μεγεθύνοντας τις δύο αυτές λέξεις στα όρια που αντέχουν ως έννοιες.
Έναν άνθρωπο που φώτιζε στον καθένα μας
την καλύτερη πλευρά του εαυτού του, αναδεικνύοντας το κατ’ εξοχήν
ανθρώπινοκαι παράλληλα ενθαρρύνοντας αυτό που είναι
μοναδικό στο καθένα μας.
Μ’ αυτό το μοναδικό ταλέντο, ύφαινε
τον συνεκτικό ιστό της οικογένειάς μας,
στο υψηλότερο επίπεδο της αρετής.
Άλλωστε η αξία των ανθρώπων που μεγάλωσε και ενέπνευσε,
είναι περίτρανη απόδειξη της δικιάς της, αρετής.
Όταν σκέφτομαι τη Μαίρη μας, νοιώθω το λεξιλόγιο μου απελπιστικά φτωχό
για να σκιαγραφήσει τον πλούτο μιας προσωπικότητας
που
ήταν πάντα παρούσα, λειτουργώντας σε πολλαπλά επίπεδα.
Κι΄όταν σκέφτομαι τη Μαίρη μας που έφυγε, νοιώθω πάνω απ’ όλα μια υποχρέωση, που είναι ταυτόχρονα και εσωτερική ανάγκη όλων μας:
«Να διατηρούμε τη συνεκτικότητά μας σαν άνθρωποι.»Γιατί ο καθένας μας έχει σε περίοπτη θέση μες τη ψυχή του
το πολύτιμο κληροδότημα αγάπης που μας έδωσε όλα αυτά τα χρόνια...
Κι’ όσο μένουμε μαζί,
η σύνθεση αυτών των κομματιών της Μαίρης που κουβαλάμε μέσα μας, θα την κρατά
για πάντα ζωντανή και θα την δικαιώνει!---------------------------------------------------
Και τώρα θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, που της απαγγείλαμε, στιγμές πριν ξεψυχήσει, μαζεμένοι γύρω απ' το κρεββάτι της...--------------------------------------------------
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.
Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη κι η ανάσα μου διώχνει απ’ την όψη της γης
τις στερνές τολίπες του ύπνου.
Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου.
Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
Κρήνη, την κρύπτη της Ελένης.
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.
Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.
Όθε με δόξα θα περάσω.
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι’ αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγια, άγια φωνάζοντας
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι’ αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν,αιέν και νύν και νύν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα
ΑΞΙΑ ΕΣΤΙ η ΜΑΙΡΗ ΜΑΣ
Καλό σου ταξίδι...